- ακονιστικός
- -ή, -ό [ακονίζω]1. ο κατάλληλος για ακόνισμα2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικάαμοιβή για το ακόνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακονιστικός, -ή — ό 1. ο κατάλληλος να ακονίζει: Το εικόνισμα γίνεται καλύτερα με τον ακονιστικό τροχό. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ακονιστικά η αμοιβή για το ακόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
θηκτικός — ή, ό [θήγω] ο κατάλληλος για ακόνισμα, ο ακονιστικός … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek